Αναπάντητη κλήση
Ξύπνησε.
Κοίταξε στον καθρέφτη. Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε μια μπούκλα από τα μαλλιά του.
Ένιωσε ότι δεν τον είχαν αγαπήσει ποτέ χωρίς όρια, βαθιά. Είχε αυτό το ρηχό
αίσθημα της άχρηστης ύπαρξης. Άφησε το ψαλίδι και αποφάσισε να μην αμφισβητήσει
ποτέ ξανά την πληρότητά του.
Ντύθηκε
και έφυγε από το σπίτι για μια βόλτα με το αυτοκίνητο.
Οδήγησε
γρήγορα και απρόσεκτα και έφτασε μέχρι πέρα από τα όρια της πόλης.
Άκουγε
τυχαία, ό,τι έπαιζε το ραδιόφωνο.
Σταμάτησε
το αυτοκίνητο έξω από τον κήπο ενός εξοχικού.
Μπήκε
μέσα και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Κανείς δεν απάντησε. Κάθησε σε μια σεζ
λόνγκ κάτω από το υπόστεγο της εισόδου και τέλειωσε ένα μισοτελειωμένο φλιτζάνι
καφέ που βρισκόταν στο τραπεζάκι δίπλα του.
Ξαφνικά
αισθάνθηκε πολύ ψυχάκιας και σηκώθηκε και έφυγε.
Επέστρεψε
σπίτι του και τηλεφώνησε στη μητέρα του.
Κανείς
δεν απάντησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου