Μην σταματάς να γυρίζεις πίσω το ρολόι.
Ο ουρανός ήταν βαρύς και γκρίζος
σαν πίνακας του Turner.
Σαν σημάδι για την επικείμενη άφιξη της νύχτας.
Αυτή ήταν η αγαπημένη του ώρα. Τα
όρια ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα, που τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο και που όλα
είναι πιθανά. Θα μπορούσε να ήταν ξημέρωμα, αλλά δεν ήταν. Μόνο το φως της
δύσης θα μπορούσε να τον συνεπάρει και να τον ηρεμήσει, ώστε να μείνει μακριά
από κοινωνικότητες και από πιεστικές γυναίκες. Και άντρες ενίοτε, αν και ποτέ
δεν θα τους επέλεγε, όσο κι αν του άρεσε να δημιουργεί προσδοκίες. Ήταν η ώρα
που μπορούσε να μείνει μόνος με τη φαντασία, τα βιβλία, τις ταινίες και την
πορνογραφία. Απερίσπαστα ο εαυτός του.
Η δουλειά του στη διαφημιστική
ήταν πλήρης. Αρκετά λεφτά, ακόμα και μέσα στην κρίση, αναγνώριση, επιτυχίες,
και περιπέτειες, περιπέτειες, περιπέτειες. Τρία χρόνια τώρα μετά το διαζύγιό
του, μετά απ’ αυτήν την απόπειρα γάμου, πλησίαζε τα σαράντα γεμάτος σεξουαλικές
εμπειρίες.
Ο ρεαλισμός της αγάπης δεν
μπορούσε να υπάρξει γι’ αυτόν ξανά. Μόνο η γοητεία της ανεξαρτησίας του τον
κατεύθυνε πια.
Έτσι φανταζόταν ο Δημήτρης τη
σκέψη του Μιχάλη Πετράκη, λίγο πριν ξεκινήσει να τον επισκεφθεί εκείνο το
βράδυ. Του άρεσε να σκέφτεται με λέξεις σαν αυτές που θα διάλεγε εκείνος, με
λέξεις, που πριν τον γνωρίσει δεν θα άγγιζαν ποτέ τη δική του σκέψη.
Είχε να διασχίσει όλη την πόλη,
για να φτάσει από το κέντρο στο προάστιο, όπου ζούσε ο Μιχάλης. Μία ώρα με το
αυτοκίνητο τουλάχιστον. Ο Μιχάλης θα ήταν μόνος στο σπίτι. Έπρεπε να
προετοιμαστεί για την αυριανή συνάντηση με τους νέους πελάτες, που του είχε
γνωρίσει ο Δημήτρης. Δυό βιοτέχνες επίπλων, που γνώριζε από την ερασιτεχνική
ομάδα, που έπαιζε μπάλα τα σαββατοκύριακα.
Επέλεξε τον περιφερειακό, για να κερδίσει χρόνο. Άκουγε
πολύ δυνατά μουσική στο αυτοκίνητο και είχε ανοιχτά παράθυρα, για να αισθάνεται
το δροσερό ανοιξιάτικο αέρα στα μαλλιά και το πρόσωπό του. Είχε πιει λίγο. Δεν
τον ένοιαζε. Η βιασύνη του κυριαρχούσε.
Όταν έφτασε έξω από τη
μονοκατοικία του Μιχάλη ήταν ήδη δέκα παρά τέταρτο. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο,
έβγαλε από το πίσω κάθισμα ένα μαύρο δερμάτινο σάκο, κλείδωσε και κατευθύνθηκε
προς την είσοδο. Από το μεγάλο παράθυρο του πρώτου ορόφου διέκρινε φως. Ο
Μιχάλης ήταν εκεί. Επικρατούσε ησυχία.
Ακούγονταν μόνο κάτι σκυλιά. Τα πιο κοντινά σπίτια βρίσκονταν σε απόσταση εκατό
μέτρων. Αρκετά μακριά.
Χτύπησε το κουδούνι. Είχε ανοίξει
το σάκο και κρατούσε ήδη στα χέρια του το μεγάλο κούτσουρο που είχε φέρει μαζί
του.
«Ποιός είναι;», ρώτησε ο Μιχάλης
από μέσα. «Ο Δημήτρης είμαι», απάντησε και στάθηκε στα δεξιά της πόρτας,
περιμένοντάς τον να ανοίξει. Ο Μιχάλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Πριν
προλάβει να τον αντιληφθεί, ο Δημήτρης τον χτύπησε δυνατά με το κούτσουρο στο
πίσω μέρος του κεφαλιού. Ακούστηκε κάτι σαν ράγισμα, ένα υπόκωφο βογγητό και ο
Μιχάλης σωριάστηκε κάτω. Φορούσε μόνο μια φόρμα. Ήταν ξυπόλητος και γυμνός από
πάνω. Δεν κινούνταν. Ο Δημήτρης τον πλησίασε και αφού διαπίστωσε ότι είχε χάσει
τις αισθήσεις του, τον έσυρε γρήγορα μέσα στο σπίτι. Πριν κλείσει την πόρτα
κοίταξε γύρω για το ενδεχόμενο να περνούσε κανείς που μπορεί να τον είχε δει.
Κανείς. Έκλεισε γρήγορα την πόρτα. Από μέσα δεν ακουγόταν τίποτα πέρα από
χαμηλές ομιλίες, μάλλον από τον υπολογιστή ή την τηλεόραση.
Είχε περάσει ήδη μία ώρα από τότε
που είχε φτάσει. Είχε περάσει η αγαπημένη ώρα. Δεν αισθάνθηκε όμως κάτι να
λείπει. Η σκέψη του ήταν διαυγής και όλα τα έβρισκε, όπως έπρεπε να είναι. Τον
διέκοψε ένα τηλεφώνημα. Σκέφτηκε αν θα απαντήσει. Ήταν ο Γιώργος, ο κολλητός
του Μιχάλη. Δεν απάντησε. Ο Μιχάλης δεν θα απαντούσε. Είχε ήδη μπει στη
διαδικασία να πάει να φτιάξει ένα σάντουϊτς με μουστάρδα και αγγούρι. Του άρεσε
του Μιχάλη αυτή η αντίθεση των γεύσεων. Έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε
καθισμένος στον καναπέ και σηκώθηκε να πάει στην κουζίνα.
Έξω άρχισε να βρέχει. Ξανασκέφτηκε ότι
είχε περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που είχε έρθει. Αυτό τον άγχωσε λίγο. Δεν
ήθελε αυτή η νύχτα να περάσει. Ήθελε να κρατήσει.
Πηγαίνοντας προς την κουζίνα πλησίασε στο
μεγάλο τετράγωνο ηλεκτρονικό ρολόι που βρισκόταν στον τοίχο του σαλονιού.
Φαινόταν ακριβό. Είχε ένα μαύρο γυαλιστερό καντράν και ηλεκτρονικούς κόκκινους
δείκτες. Το διόρθωσε, βάζοντάς το πίσω, ώστε να δείχνει οκτώ και μισή και στη
συνέχεια διόρθωσε και το ρολόι της ηλεκτρικής κουζίνας και μετά ήπιε λίγο γάλα
από το ψυγείο.
Η ώρα θα κυλούσε κι άλλο. Και θα
τον παγίδευε γλυκά. Όπως παγιδεύει ο έρωτας. «Ο έρωτας», του είχε πει κάποτε ο
Μιχάλης, «απαιτεί μια εθελοτυφλία, που δεν διαθέτω πια, αλλά η επιθυμία
προκαλεί μια εθελοτυφλία, που μπορώ ακόμα να διαθέτω». Βρισκόταν ήδη μπροστά
στον υπολογιστή με το σάντουΐτς του προσεκτικά κομμένο διαγωνίως στα δύο μέσα
σ΄ένα κόκκινο γυάλινο πιάτο.
Ήθελε να διαβάσει τα τελευταία
νέα. Αυτό θα έκανε και ο Μιχάλης. Σιχαινόταν την τηλεόραση. Το έλεγε συχνά.
Το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Το κινητό
αυτή τη φορά. Ήταν η Ιφιγένεια. Το σκέφτηκε, αλλά ο Μιχάλης δεν θα διέκοπτε την
ενημέρωσή του ούτε για την Ιφιγένεια.
Την Ιφιγένεια, όπως συνήθιζε να του λέει,
την αγαπούσε ακόμα και τώρα που δεν ήταν μαζί και δεν έκαναν πια ούτε σεξ. Ήταν
ένα ιδιόρρυθμο κορίτσι, όπως έλεγε, ηθοποιός περισσότερο στη ζωή παρά στο
επάγγελμα, όσο και αν προσπαθούσε για το δεύτερο.
Έψαξε στον υπολογιστή για φωτογραφίες της.
Βρήκε γυμνές της φωτογραφίες. Σε μια από αυτές φαινόταν να χρησιμοποιεί ένα
δονητή. Άνοιξε αμέσως ένα πορνογραφικό site με ανάλογο υλικό, κατέβασε το παντελόνι και
το εσώρουχό του και άρχισε να αγγίζεται. Φαντασιωνόταν την Ιφιγένεια και τον
Μιχάλη να κάνουν σεξ. Φανταζόταν τη σκέψη του Μιχάλη, όταν φαντασιωνόταν την
Ιφιγένεια. Οι λέξεις του Μιχάλη ακούστηκαν σαν ψίθυρος στο αυτί του. «Αστείες
γυναίκες», σκέφτηκε μέσα στην εικονική ηδονή του μυαλού του και λίγο πριν
τελειώσει, χτύπησε ξανά το κινητό. Ήταν ο κολλητός του Μιχάλη πάλι. Δεν
απάντησε. Τον πήρε ξανά στο σταθερό δεν απάντησε και πάλι.
Έκλεισε τον υπολογιστή. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το παράθυρο του
σαλονιού. Έξω έβρεχε πολύ. Θα πλημμύριζαν τα πάντα εκεί στο πρώτο του σπίτι στο
κέντρο, που ήταν υπόγειο. Κάθε φορά τα ίδια. Σκέφτηκε πόσο χρόνο είχε χαραμίσει
σ' εκείνο το σκατόσπιτο. Πόσο χρόνο. Πόσες σκοτεινές ώρες.
Ήθελε ένα ποτό. Θυμήθηκε τη μέρα που έφυγε από το υπόγειο. Τη μέρα που
τον πέταξαν έξω, γιατί δεν μπορούσε να πληρώσει το ενοίκιο, ούτε για έκεινη την
αθλιότητα. Ήταν τότε που του είχαν μειώσει το μισθό στη δουλειά στη
διαφημιστική. Και να ήταν καμιά δουλειά της προκοπής. Τηλέφωνα σήκωνε και
έφτιαχνε καφέδες. Και προσπαθούσε να τον συμπαθήσουν. Όλα άλλαξαν όμως.
Πηγαίνοντας προς την κουζίνα να πάρει πάγο πέρασε μπροστά από το
ηλεκτρονικό ρολόι. Τα κόκκινα ψηφία του αναβόσβηναν. Ειρωνικά. Σαν να του
έλεγαν δεν σου αξίζει ένα ρολόι σαν αυτό. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Γύρισε την ώρα
πίσω. Του έδινε μια αίσθηση ελέγχου να αλλάζει την ώρα. Να την ορίζει. Δεν
όφειλε να υπακούει σε ένα μηχάνημα. Η ώρα ήταν δική του υπόθεση. Η ώρα ήταν
οκτώ και μισή.
Ήπιε μια βότκα με πάγο, σχεδόν μονορούφι. Τον ξύπνησε. Δεν ήθελε να πάει
ακόμη για ύπνο. Είχε χρόνο. Μπορούσε
πλέον να αργήσει και λίγο στη δουλειά. Τον είχαν ανάγκη πια. Οι γνωριμίες που
είχε αποκτήσει με τους τοπικούς επιχειρηματίες, τους ήταν πολύτιμες. Έφερνε
πελατεία και το αποδείκνυε κάθε μέρα. Σ' αυτούς που κάποτε έφτιαχνε τον καφέ
τους. Πόσο τον διασκέδαζε αυτό. Είχε δουλέψει με μεγάλη επιμονή για να το
καταφέρει. Και το απολάμβανε. Κάθε λεπτό.
Ήξερε βέβαια πάντα ότι όσο ευγενικοί και να ήταν κάποιοι από τους
υπαλλήλους της εταιρείας μαζί του, όσο φιλικοί και καταδεκτικοί, δεν έπαυαν να
τον αντιμετωπίζουν ως αυτόν που δεν είχε πτυχίο, αυτόν της πιάτσας, κάποιον που
δεν ήταν ίσος μαζί τους.
Ειδικά ο Μιχάλης Πετράκης, αυτός ήταν ο
χειρότερος. Όταν του μιλούσε αισθανόταν ότι θα μπορούσαν και να βγουν ίσως
μαζί, να πιουν ένα ποτό, να γίνουν φίλοι. Αλλά τη στιγμή που τελείωνε η
συζήτηση, τελείωνε και η αίσθηση αυτή και όλα επενέρχονταν στη θέση τους και ο
καθένας βάδιζε ξανά χωριστά στον κόσμο του.
Ίσως να τον αδικούσε, γιατί πολλές φορές είχαν βρεθεί μόνοι στο γραφείο
και ο Μιχάλης του είχε εξιστορήσει πολλές από τις σεξουαλικές του περιπέτειες,
πράγματα που δεν λες σ’ έναν ξένο. Του είχε προτείνει ακόμα και να βγουν μαζί
να γνωρίσουν κορίτσια. Τον είχε ερεθίσει η ιδέα. Δεν το είχε κάνει ποτέ, όμως,
όσο κι αν είχε αισθανθεί ότι είχε έρθει πολύ κοντά με τον Μιχάλη.
Μια φορά, όμως, τον είχε ακούσει να μιλάει
στους συναδέλφους του γι’ αυτόν. Ήταν έξω από την πόρτα. Δεν το ήθελε. Μακάρι
να μην τον είχε ακούσει. Είχαν μιλήσει μόλις λίγο πριν. Του είχε πει για το
πρόβλημα του με το σπίτι του, ήταν η περίοδος που δεν μπορούσε να πληρώσει το
ενοίκιο και έπρεπε να το αφήσει. ο Μιχάλης του είχε πει ότι όλοι δυσκολευόνται
και ότι θα μπορούσε να βρεθεί λύση και θα έπρεπε να μιλήσουν γι’ αυτό. Και μετά
τον είχε ακούσει να λέει ότι, αν τον ζητούσε ο Δημήτρης, να του έλεγαν ότι του
είχε τύχει κάτι επείγον και ήταν πολύ απασχολημένος. Τον είχε ζαλίσει, είχε
πει, με το πρόβλημά του με το σπίτι, και όλοι είχαν συμφωνήσει ότι ήταν πολύ
μίζερος, που κλαψούριζε συνεχώς για τα οικονομικά του, τί περίμενε πια, έλεγαν
ούτε πτυχίο δεν είχε, τί καλύτερο θα μπορούσε να καταφέρει. «Θα τον βοηθήσω
όμως», είχε πει τελικά, «γιατί θα μείνει χωρίς σπίτι».
Όντως τον είχε βοηθήσει πολύ ο Μιχάλης. Του
είχε δώσει τη μικρή του γκαρσονιέρα που ήταν ανοίκιαστη, για να μείνει, όσο
χρειαζόταν. Αλλά δεν έπρεπε να μιλήσει έτσι γι’ αυτόν στους άλλους. Δεν έπρεπε
να τους πει τίποτα. Πίστευε ότι αυτά που του έλεγε έμεναν μεταξύ τους. Όπως
κάνουν οι φίλοι.
Οι λέξεις που άρθρωσε στο τηλέφωνο, όταν
κάλεσε την αστυνομία, ήταν παγωμένες, χωρίς πνοή.
Ο Μιχάλης Πετράκης είναι νεκρός στο δωμάτιό του. Αυτός ήταν ένας φίλος,
που τον είχε βρει. Θα τους περίμενε εκεί.
Έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Περνώντας
μπροστά από το ρολόι, το κατέβασε από τον τοίχο και έβγαλε τη μπαταρία.
Στάθηκε πάνω από τον Μιχάλη στην άκρη του κρεβατιού του. Κειτόταν
ακριβώς μπροστά του. Το αίμα είχε βάψει τα καλύμματα και είχε σχηματίσει δύο
μικρές λίμνες στις δυο πλευρές του κρεβατιού, κάτω ακριβώς από τους κομμένους
του καρπούς. Τους είχε κόψει, γιατί ήθελε να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα.
Τα μάτια του Μιχάλη ήταν καρφωμένα στο κενό με μια παραίτηση, σκέφτηκε.
Το ρολόι στο κέντρο του κομοδίνου έδειχνε 5 και 17΄. Κανέναν λόγο δεν
είχε πια να γυρίσει πίσω το ρολόι. Δεν ήθελε. Τον χρόνο τον είχε σταματήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου