Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Πρωτοχρονιάτικο ραντεβού Μέρος III


πρωτοχρονιάτικο ραντεβού
Μέρος IΙΙ

Love, love me, do, you know I love you, I’ll always be true, so please, love me do…το τραγούδι τον συνόδευσε στην επανάληψη μέχρι την επιστροφή του στο σπίτι του.
Ήξερε ότι θα είχαν ανησυχήσει. Έλειπε μια ολόκληρη μέρα. Άλλα ήθελε να είναι μόνος. Ούτε εκείνη τον άφηνε ήσυχο. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Της το είχε εξηγήσει πολλές φορές. Ότι κάποιες στιγμές έπρεπε να είναι μόνος. Ανενόχλητος. Τελεία.
Πλησίαζε στο σπίτι. Ήταν ήδη νύχτα. Δεν είχε όρεξη για συζητήσεις. Ήλπιζε ότι θα τελείωνε σύντομα η ανάκριση.
Γύρισε τα κλειδιά στην πόρτα και μπήκε μέσα. Η μητέρα του καθόταν αμίλητη στην πολυθρόνα της με αναμμένο το μικρό φωτιστικό. Δεν πετάχτηκε επάνω, όπως συνήθως. Δεν έβαλε τις φωνές.
Εμφανίστηκε ο πατέρας του, ήρεμος και του ζήτησε να καθήσει. Τί είχε γίνει; Ο τρόπος τους τον προετοίμαζε για κάτι δυσάρεστο.
Την είχαν βρει νεκρή στο δωμάτιό της. Είχε αυτοκτονήσει είπαν. Πότε την είχε δει τελευταία φορά; Προχθές. Της είχε πει ότι ήθελε να φύγει για μια μέρα. Πού είχε πάει; Στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν επικοινώνησε ξανά μαζί της.
Εκείνο το βράδυ ποτέ δεν είχε ξεθωριάσει στη μνήμη του. Τα θυμόταν όλα με κάθε λεπτομέρια. Κάθε συναίσθημα, κάθε λόγο, κάθε κίνηση. Πέρασε όλο το βράδυ καπνίζοντας μαύρο μέσα στο δωμάτιό του και ακούγοντας την τελευταία κασέτα που του είχε γράψει για το αυτοκίνητο.
Κάποια στιγμή τον πήρε ο ύπνος. Κοιμήθηκε με τα ρούχα. Ξύπνησε και οι γονείς του δεν είχαν τολμήσει να τον ενοχλήσουν. Όπως ήταν έφυγε από το σπίτι. Δεν πήγε μαζί τους στην κηδεία.
Έφτασε στο σπίτι του αργά το απόγευμα. Δεν είχε επικοινωνήσει με κανέναν. Δεν είχε ευχηθεί σε κανέναν καλή χρονιά. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και ετοίμασε καφέ. Πήρε τηλέφωνο τους γονείς του, για να τους ενημερώσει για την επιστροφή του και έβαλε να ακούσει ξανά εκείνη την τελευταία κασέτα.
Δεν αισθάνθηκε λύπη, ούτε νοσταλγία για τον πόνο που δεν ένοιωθε πια. Ήταν οργισμένος. Κοιμήθηκε μετά από τρία ποτά.
Το επόμενο πρωΐ τον βρήκε στο δρόμο για Θεσσαλονίκη. Έφτασε γρήγορα με το αυτοκίνητο. Πάρκαρε στο σταθμό και περπάτισε προς το κέντρο. Είχε λιακάδα και ζέστη. Έβγαλε το τζάκετ του και άρχισε να κατευθύνεται προς το λιμάνι. Οι δόμοι ήταν σχετικά ήσυχοι, αν και σχεδόν μεσημέρι. Κάθησε κάπου στην αποβάθρα και ήπιε τον καφέ που είχε πάρει. Ένα ζευγάρι καθόταν λίγο παραπέρα. Ένας ποδηλάτης βόλταρε. Ένας ηλικιωμένος κύριος μιλούσε δυνατά στο κινητό πιο κάτω. Και η πόλη είχε απλωθεί στον ήλιο ξέροντας πως θα ήταν για λίγο. Πως ο χειμώνας ξεκουραζόταν και θα ερχόταν να τη βρει ξανά σίγουρα.
Πήρε τηλέφωνο και το έκλεισε μόλις εκείνη απάντησε. Ήταν στο σπίτι της. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει προς την Κορομηλά.
Προτίμησε την παραλία. Η θάλασσα γυάλιζε και το φως διαπερνούσε τα μαύρα γυαλιά του. Άκουγε τον ίδιο ήχο ξανά και ξανά. Το γέλιο της στο τηλέφωνο σήμερα το πρωΐ. Αφού είχαν κλείσει. Η γραμμή είχε μείνει ανοιχτή για κάποιο λόγο. Μιλούσε μάλλον με τον νεαρό που τους είχε δει μαζί. Του έλεγε ότι το κόλπο με τον καρκίνο είχε πιάσει και ότι αυτός θα έχανε το στοίχημα.
Επιτάχυνε το βήμα του. Ζεσταινόταν. Σταμάτησε και πήρε ένα μπουκάλι νερό από ένα περίπτερο και το έριξε στο πρόσωπό του. Δεν αισθανόταν καλά. Γονάτισε κάτω στο πεζοδρόμιο. Κάποιοι τον πλησίασαν, για να τον βοηθήσουν. Τους έδιωξε και προσπάθισε να σηκωθεί. Τα κατάφερε και συνέχισε. Ήθελε απλά να φτάσει στο σπίτι της. Να της πει ότι τα είχε καταλάβει όλα.
Άρχισε να τρέχει. Έφτασε έξω από την πολυκατοικία και έψαξε το όνομά της στα θυροτηλέφωνα. Δεν έβρισκε τίποτα. Και όμως εκεί του είχε πει. Ίδρωνε και ζαλιζόταν. Μια κυρία άνοιξε την πόρτα της εισόδου. Τη ρώτησε. Ζήτησε να μάθει γιατί την έψαχνε. Την έπιασε με τα δυο του χέρια και άρχισε να τη  ρωτάει ξανά και ξανά. Εκείνη τρομαγμένη του είπε στον τέταρτο όροφο.
Χτυπούσε δυνατά για να του ανοίξει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα την άκουσε να ρωτάει ποιός ήταν και τί ήθελε. Του ζήτησε να φύγει, γιατί θα καλούσε την αστυνομία.
Την έβριζε, της φώναζε ότι τον είχε κοροϊδέψει, ότι θα τα αποκάλυπτε όλα στον άντρα της. Τα μυνίγγια του σφυροκοπούσαν, τα χέρια του είχαν ματώσει από τα χτυπήματα στην πόρτα, όλα σιγά σιγά σκοτείνιαζαν. Όλα ξαφνικά έσβησαν.

Καθόταν ήρεμος στο σαλόνι του πατρικού του. Ήταν μουδιασμένος. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Όλον αυτό το μήνα που έκανε τη θεράπεια ήταν έτσι, βαρύς. Όσα είχαν συμβεί την πρωτοχρονιά τού φαίνονταν πολύ μακρινά. Τα θυμόταν. Ήξερε ότι τελικά εκείνη θα έλεγε ψέμματα. Ότι δήθεν δεν τον είχε συναντήσει ποτέ, ούτε τον είχε ακολουθήσει στο εξοχικό, ούτε του είχε μιλήσει εκείνο το πρωΐ στο τηλέφωνο, για να συναντηθούν στο σπίτι της. Ότι όλα τα είχε φανταστεί. Μόνο το πρωτοχρονιάτικο ραντεβού ήταν αλήθεια είπε. Αλλά εκείνος ποτέ δεν πήγε.
Έτσι είπαν. Ότι όλα τα είχε φανταστεί. Όλα εκτός από το πρωτοχρονιάτικο ραντεβού.



Δεν υπάρχουν σχόλια: