Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Πρωτοχρονιάτικο ραντεβού Μέρος II


πρωτοχρονιάτικο ραντεβού
Μέρος IΙ

Την επόμενη μέρα τον ξύπνησαν οι γονείς του στο τηλέφωνο για τις ευχές και για να τον ρωτήσουν, αν θα έτρωγε μαζί τους. Ο ίδιος προτιμούσε τη συνέχιση της μοναχικής του πρωτοχρονιάς. Τους είπε ότι δεν είχε γυρίσει ακόμη, ολοκλήρωσε το τηλεφώνημα, σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβαλε καφέ, έκανε μπάνιο και ντύθηκε, για να βγει έξω.
Έβαλε φόρμες, ζεστό μπουφάν, το σκουφί του και γυαλιά ηλίου, πήρε το σάκο με το θερμός και τα σάντουιτς και βγήκε από το σπίτι.
Πήρε το αυτοκίνητο από το γκαράζ και ξεκίνησε. Ήταν νωρίς το μεσημέρι και όλα ήταν ακόμη ήρεμα. Δεν κυκλοφορούσε κανείς, οπότε ήταν απίθανο ότι θα συναντούσε κάποιον γνωστό ή συγγενή, σκέφτηκε, και συνέχισε να οδηγεί έξω από την πόλη, προς το κοντινό βουνό.
Αγνόησε όλα τα τηλεφωνήματα και δεν απάντησε σε κανένα μήνυμα. Απόδραση, σκεφτόταν, απόδραση από την πρωτοχρονιά, και γέλασε.
Όσο απομακρυνόταν τόσο αισθανόταν το τοπίο να τον απορροφά και να τον θωρακίζει. Άνοιξε τα παράθυρα για να μυρίσει την υγρασία και να ακούσει τον κινητήρα του να αντηχεί στο δάσος. Τότε του ήρθε μια ιδέα.
Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και κοίταξε αν είχε τα κλειδιά στο ντουλαπάκι του συνοδηγού, και μόλις το διαπίστωσε, αποφάσισε να κατευθυνθεί εκεί. Είχε καιρό να πάει και ήταν το τέλειο καταφύγιο για μια τέτοια απόδραση.
Λίγο πριν ξεκινήσει το μάτι του πήρε στον καθρέφτη ένα μαύρο αυτοκίνητο σταματημένο καμιά κατοσταριά μέτρα πίσω του. Δεν είχε προσέξει, αν ήταν εκεί νωρίτερα. Δεν έδωσε σημασία και ξεκίνησε.
Το παλιό σπίτι της γιαγιάς του δεν ήταν μακριά. Πήρε τη στροφή στο χωματόδρομο, που πάντα έχαναν, όταν έρχονταν με τον πατέρα του και σε ένα τεταρτάκι ήταν εκεί.
Σταμάτησε έξω από την καγκελόπορτα, κατέβηκε, έβγαλε την αλυσίδα και την άνοιξε. Τα χόρτα είχαν καλύψει άγρια όλη την αυλή και του θύμιζαν τα χρόνια που είχαν περάσει. Τρία από την τελευταία φορά που είχε έρθει. Πάλι μόνος. Μια πρωτομαγιά. Η Μαρία τον έψαχνε δυο μέρες.
Έβαλε μέσα το αυτοκίνητο και προχώρησε προς το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα. Μέσα όλα ήταν υγρά και σκοτεινά. Άνοιξε ένα παντζούρι και μετά δοκίμασε το ρεύμα. Ευτυχώς ο πατέρας του εξακολουθούσε να το πληρώνει.
Θυμήθηκε ότι κάπου υπήρχε ένα ηλεκτρικό καλοριφέρ. Το βρήκε το άναψε και μέχρι να ζεσταθεί ο χώρος αποφάσισε να κάνει μια μικρή  βόλτα στην αυλή. Είχε ήλιο έξω και ήταν ευχάριστα.
Προχώρησε προς την ξύλινη αποθήκη στο βάθος του κτήματος κοντά στο ρέμα. Εκεί που κρυβόταν όταν ερχόταν μικρός εδώ. Στην αρχή μέχρι να μάθουν τη συνήθειά του, μπορεί να τον έψαχναν για ώρες. Θυμήθηκε τότε που είχαν ειδοποιήσει μέχρι και την αστυνομία. Δεν θα ξεχάσει την έκφραση στο πρόσωπο της μητέρας του, όταν τελικά αποφάσισε να εμφανιστεί στον κήπο μπροστά στους αστυνομικούς. Είχε αισθανθεί ότι αν μπορούσε θα τον είχε σκοτώσει. Αυτός περίμενε να τον αγκαλιάσει. Δεν το είχε κάνει.
Άνοιξε την πόρτα της αποθήκης και πριν προλάβει να δει μέσα, άκουσε πίσω του βήματα.
Γύρισε ξαφνιασμένος και την είδε εκεί. Στεκόταν στην κορυφή της πλαγιάς του κήπου, που στη βάση της βρισκόταν η αποθήκη.
Πριν προλάβει να πει κάτι, τον καλημέρισε και του ευχήθηκε καλή χρονιά.
Ξεκίνησε να ανεβαίνει προς το μέρος της. Μόλις την πλησίασε τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένος, πώς είχε βρεθεί εκεί.
Του ζήτησε να πάνε μέσα στο σπίτι και θα του τα εξηγούσε όλα.
Κάθησαν στο παλιό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας και της πρόσφερε καφέ από το θερμός του. Αφού ήπιε, του ζήτησε συγνώμη.
Όταν δεν πήγε στο ραντεβού τους, έπρεπε οπωσδήποτε να τον βρει, του είπε. Τον χρειαζόταν. Έμαθε τη διεύθυνσή του μέσω του κινητού του και τον παρακολούθησε.
Τον χρειαζόταν του είπε, για να της χαρίσει μερικές ευτυχισμένες στιγμές, πριν πεθάνει. Από τον καρκίνο της, σε λίγους μήνες.
Τη σταμάτησε απότομα. Σηκώθηκε και της ζήτησε να φύγει. Δεν ήθελε να φύγει. Δεν είχε κάπου καλύτερα να πάει. Με τον άντρα της δεν είχαν σχέσεις πλέον, του είπε.
Ήταν παντρεμένη λοιπόν. Και ο νεαρός στην πολυκατοικία.
Μια ασήμαντη περιπέτεια.
Της ζήτησε επιτακτικά να φύγει.
Τότε εκείνη σηκώθηκε, τον πλησίασε μέχρι τα χείλη της να ακουμπήσουν τα δικά του και χωρίς να τον φιλήσει, απομακρύνθηκε. Στάθηκε στην πόρτα και του είπε ότι θα περίμενε τηλεφώνημά του. Διέσχισε τον κήπο μπήκε στο αυτοκίνητό της και έφυγε.
Δεν μπόρεσε να μείνει παραπάνω από μία ώρα μόνος του εκεί. Μάζεψε τα πράγματά του, έκλεισε το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η απόδρασή του είχε αποτύχει.





Δεν υπάρχουν σχόλια: